- σκυτοτομία
- σκῡτοτομ-ία, ἡ,A shoemaking, Id.R.397e.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκυτοτομίᾳ — σκῡτοτομίαι , σκυτοτομία shoemaking fem nom/voc pl σκῡτοτομίᾱͅ , σκυτοτομία shoemaking fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυτοτομία — ἡ, Α [σκυτοτόμος] η τέχνη τού σκυτοτόμου, υποδηματοποιία («τόν τε σκυτοτόμον εὑρήσομεν καὶ οὐ κυβερνήτην πρὸς τῇ σκυτοτομίᾳ», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
σκυτοτομίας — σκῡτοτομίᾱς , σκυτοτομία shoemaking fem acc pl σκῡτοτομίᾱς , σκυτοτομία shoemaking fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυτικός — ή, όν, Α [σκῡτος] 1. ο έμπειρος στη σκυτοτομία, στην υποδηματοποιία 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ σκυτική η σκυτοτομική τέχνη … Dictionary of Greek
σκυτοτομικός — ή, όν, Α [σκυτοτόμος] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε σκυτοτόμο («τὸ σκυτοτομικὸν πλῆθος», Αριστοφ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ σκυτοτομικός ο σκυτοτόμος («τὸν μὲν σκυτοτομικὸν φύσει ὀρθῶς ἔχειν σκυτοτομεῑν», Πλάτ.) 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ… … Dictionary of Greek
ԿԱՐՈՒԱԿՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 1076 Chronological Sequence: 6c գ. σκυτοτομία ars sutoria, coriaria Արուեստ կարուակաց. կօշկակարութիւն. *Անխնամութիւն կարուակութեանն ոչ եւս ʼի բարի, այլ յոչ բարի զարուեստն մակացոյց. Անյաղթ պերիարմ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՓՈԿԱՁԵՒՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0951 Chronological Sequence: Unknown date, 12c գ. σκυτοτομία ars sutoria, coriaria. Արհեստ ձեւելոյ եւկարելոյ զփոկս. փոկահանութիւն, կօշկակարութիւն, եւ խորանակարութիւն. *Ունէր արհեստ փոկաձեւութեան: Վասն կօշկակարին ողորմութեան. այր մի… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՕԴԱՁԵՒՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 1022 Chronological Sequence: 5c գ. σκυτοτομία, σκυτοτομική ars sutoria, coriaria. Ձեւելն զօդս ոտից. կարուակութիւն. կօշկակարութիւն. ... *այսպէս եւ յօդաձեւութեանն՝ արուեստիւն սպասաւորեսցուք. Բրս. հց … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
σκυτοτομίαν — σκῡτοτομίᾱν , σκυτοτομία shoemaking fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)